ὀρτυγοκοπικός

Revision as of 12:52, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, A skilled in the game, ib.108.

German (Pape)

[Seite 387] ή, όν, zum Wachtelschlagen gehörig, ὀνόματα, Poll. a. a. O.

Greek Monolingual

ὀρτυγοκοπικός, -ή, -όν (Α) ορτυγοκόπος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορτυγοκοπία ή αυτός που είναι έμπειρος στην ορτυγοκοπία.