ὀφελής

Revision as of 12:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A advantageous, POxy.237 viii 15 (ii A. D.).

Greek Monolingual

ὀφελής, -ές (Α)
επωφελής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀφέλλω (ΙΙ), επίθ. σχηματισμένο μτγν. πιθ. κατ' αποκοπή από τα σύνθ. σε -ωφελής (< ὄφελος)].