ὀψαρτυσία

Revision as of 12:55, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A art of cookery, cookery-book, Pl.Com.173.4, Alex. 135.9; things cooked, like Fr. cuisine, ἀστυκὴ ὀ. Longus 4.16.

German (Pape)

[Seite 432] ἡ, feinere Speisenzubereitung, Kochkunst; Plat. com. bei Ath. I, 5; Long. 4, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψαρτῡσία: ἡ, ἡ μαγειρικὴ τέχνη, βιβλίον μαγειρικῆς, Πλάτων Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 1. 4, Ἄλεξ. ἐν «Λίνῳ» 1. 9.

Greek Monolingual

ὀψαρτυσία, ἡ (ΑΜ) οψαρτυτής
η τεχνική παρασκευής του φαγητού, η μαγειρική τέχνη.