μαγειρική
From LSJ
Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum
Greek Monolingual
η (AM μαγειρική)
βλ. μαγειρικός.
Russian (Dvoretsky)
μᾰγειρική: ἡ (sc. τέχνη) поварское искусство Plat.
English (Woodhouse)
(see also: μαγειρικός) culinary art