ὀρυγμός

Revision as of 13:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A = ὄρυγμα, Inscr.Prien.363.18 (iv B. C.). II ὄρυγμος· βρυχόμενος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 388] ὁ, als Stammform zu ὀρυμαγδός von den Gramm. angenommen.

Greek Monolingual

ὀρυγμός, ὁ (Α) ορύσσω
βαθιά σκαμμένο μέρος του εδάφους, όρυγμα.