ὁμόγαμβροι

Revision as of 13:20, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

οἱ, A sons-in-law of the same person, Poll.3.32.

German (Pape)

[Seite 333] οἱ, gemeinschaftliche Schwiegersöhne, Poll. 3, 32.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόγαμβροι: οἱ, οἱ ἀδελφὰς γήμαντες, σύγγαμβροι, συγκηδεσταί, Πολυδ. Γ΄, 32. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 177.

Greek Monolingual

ὁμόγαμβροι, οἱ (Α)
αυτοί που έχουν νυμφευθεί αδελφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + γαμβρός.