γαμβρός
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
ὁ,
A connection by marriage, Pi.N.5.37, A.Ag.708 (pl.): hence,
I son-in-law, Il.6.249, Hdt.5.30,67, Democr. 272, E.Ph. 427, etc.
II brother-in-law, i.e. sister's husband, Il.5.474, 13.464, Hdt.1.73, etc.; or, wife's brother, S.OT70.
III = πενθερός, father-in-law, E.Hipp.635, Andr.641, LXXEx.3.1.
IV Dor. and Aeol., bridegroom, wooer, Sapph. 103, Pi.P.9.116, Theoc.18.49, 15.129, Arat.248. (Cf. Skt. jārá- (from ĝm̄ró 'lover'.)
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): γάμβρος Sapph.111.5, 117
• Grafía: en epigrafía distintas graf.: γαρβρός SEG 31.1031 (Lidia II d.C.), γαβρός SEG 31.1004.7 (Lidia II d.C.), MAMA 3.709 (Córico), γαμρός Denkmäler 242 (Isauria), γαββρός MAMA 3.662 (Córico), γαμερός Papers of Amer. School at Athens 3.1884/85.235 (Pisidia)
• Morfología: [ép. gen. -οῖο Il.6.177; plu. dat. γαμβροῖσι A.A.708, E.Hipp.635]
I pariente político
1 cuñado, Il.13.466, Pi.N.5.37, S.OT 70, Hdt.1.73, E.Rh.167.
2 yerno, Il.6.177, 178, Od.4.569, 8.582, Sol.Lg.5b, B.17.50, Hdt.5.30, 67, E.Ph.427, LXX Ge.19.14, Id.19.5, Plb.29.14.1, SEG ll.cc., MAMA ll.cc., Luc.Tox.51, D.C.62.23.6, POxy.1070.35 (III d.C.), 3746.55 (IV d.C.), PGiss.13.10 (II d.C.), IEphesos 704.3 (II d.C.), Papers of Amer. School at Athens l.c., ὡς γαμβροῦ ὁ μὲν ἐπιτυχὼν εὗρεν υἱόν Democr.B 272, cf. Hsch.
3 suegro E.Andr.641, LXX Ex.3.1.
4 plu. la familia política ref. a la casa de Príamo para Helena, A.A.708, gener. ὥστε κηδεύσας καλῶς γαμβροῖσι χαίρων σῴζεται πικρὸν λέχος E.Hipp.635, cf. Poll.3.31.
II dór. y eol. novio, pretendiente γάμβρος (εἰσ)έρχεται ἶσος Ἄρευι Sapph.111.5, χαίροις ἀ νύμφα, χαιρέτω δ' ὀ γάμβρος Sapph.117, cf. 112.1, 113, 115.1, Alc.306A.i.7, ὅσοι γαμβροί σφιν ἦλθον Pi.P.9.116, cf. O.7.4, χαίροις εὐπένθερε γαμβρέ Theoc.18.49, cf. 15.129, Arat.248.
• Etimología: Rel. γαμέω y γάμος qq.u. c. suf. -ρός y tb. c. lat. gener, alb. dhëndhër ‘novio’, aesl. zętǐ, lituan. žentas, aunque estas últimas procederían de la r. de γίγνομαι q.u. En ai. jāmā-tar-, av. zāmātar está presente la r. c. -m como en gr.
German (Pape)
[Seite 472] ὁ, entstanden aus γαμερός oder γαμρός, das β des Wohllauts halber eingeschaltet; jeder durch Verheiratung (γάμος) Verwandte, Verschwägerte; nach Poll. 3, 31 die Verwandten des Mannes, πενθεροί die der Frau; schon bei Hom. häufig; gewöhnlich 1) Schwiegersohn, z. B. Iliad. 6, 177 Odyss. 7, 313; Her. 5, 30. 7, 189; u. so am gewöhnlichsten bei Folgdn. – 2) Schwestermann, Schwager; Hom. Iliad. 5, 474 sagt Sarpedon zum Hektor φῆς που ἄτερ λαῶν πόλιν ἑξέμεν ἠδ' ἐπικούρων οἶος, σὺν γαμβροῖσι κασιγνήτοισίτε σοῖσιν; 13, 464. 466 Alkathoos γαμβρός des Aeneas, während derselbe Alkathoos 13, 428 γαμβρός des Anchises heißt. – Her. 1, 73; Pind. N. 5, 66; der Frau od. des Mannes Bruder Soph. O. R. 70; Eur. Rhes. 257. – 3) Schwiegervater, Eur. Andr. 642 Hipp. 635. – 4) Nach B. A. 228 u. Poll. a. a. O. äol. u. dor. = der Bräutigam; Sappho; Theocr. 15, 129; Arat. 248.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
tout parent par alliance :
1 gendre, beau-fils;
2 beau-frère, càd mari de la sœur ou frère de la femme;
3 beau-père.
Étymologie: pour *γαμ-ρός, de *γαμε-ρός, de γαμέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γαμβρός -οῦ, ὁ, Aeol. en Dor. ook γάμβρος
1. aangetrouwd familielid
2. plur. schoonfamilie.
3. schoonzoon.
4. zwager, zowel echtgenoot van zuster als broer van de echtgenote.
5. schoonvader.
6. Aeol. en Dor. verloofde, bruidegom, echtgenoot.
Russian (Dvoretsky)
γαμβρός: ὁ
1 зять, муж дочери или муж сестры Hom., Pind., Her.;
2 шурин, брат жены или брат мужа Pind., Soph., Eur.;
3 тесть или свекор Eur.;
4 жених Sappho, Pind., Theocr.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: son-in-law, bother-in-law (sister's husband) (Il.).
Derivatives: Rare and late: γαμβροτιδεύς son of a γαμβρός (Iamb., after λεοντιδεύς etc.), γαμβρεύω form connexions by marriage (LXX).
Origin: IE [Indo-European] [369] *ǵ(e)mH- marry
Etymology: The other languages have: Skt. jā́mātar- = Av. zāmātar- (with sec. -tar-, cf. Av. zāmaoya- (< *-mavya-) brother of the son-in-law and Skt. jāmí- related, f. also daughter-in-law, Lat. gener, Alb. dhëndër, dhândër. Isolated are the Balto-Slavic terms: Lith. žéntas, OCS zętъ, Latv. znuôts (*ǵnotos). Further one compares Skt. jārá- suitor, with -ā- from -m̥H-? The Balto-Slavic and Albanian words will belong to *ǵenh₁- (γίγνομαι; Lith. žéntas). Unclear is Lat. gener . - The Greek and Indo-Iranian forms with -m- must belong together, but a reconstruction is no longer possible. Greek requires *gm̥-, but this form may have lost a laryngeal (as in ἀρήν, q.v.) and be cognate with γαμέω (*gmh₁-); but the resemblance with γαμέω could be due to secondary influence. Cf. Viredaz IF 107 (2002) 152-180. Vgl. γαμέω.
Middle Liddell
γαμέω
any one connected by marriage, Lat. affinis, Aesch.:
1. a son-in-law, Lat. gener, Hom., Hdt., Eur.
2. a brother-in-law, a sister's husband, Il., Hdt.; or, a wife's brother Soph.
3. = πενθερός, a father-in-law, Eur.
4. doric and aeolic a bridegroom, wooer, suitor, Pind., Theocr.
English (Autenrieth)
(γαμέω, ‘relative by marriage): son-in-law, Il. 6.249; brother-inlaw, Il. 13.464 and Il. 5.474.
English (Slater)
γαμβρός
a brother in law κατένευσέν (sc. Ζεὺς) τέ οἱ (= Πηλεῖ) — ὥστ' ἐν τάχει ποντίαν χρυσαλακάτων τινὰ Νηρείδων πράξειν ἄκοιτιν, γαμβρὸν Ποσειδάωνα πείσαις (sc. of the Nereides cf. Bacch., 1. 8., since Poscidon is husband of the Nereid Amphitrite: “ihr Bewerber?” Wil.: contra Σ. πείσαις ὁ Ζεὺς σύγγαμβρον αὐτῷ γενέσθαι τὸν Ποσειδῶνα) (N. 5.37) Πηλέος εὐδαίμονος γαμβροῦ θεῶν (I. 6.25)
b betrothed, bridegroom to be φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ (O. 7.4) ἡρώων, ὅσοι γαμβροί σφιν (for the daughters of Danaos) ἦλθον (P. 9.116) possibly also (N. 5.37) supra.
c son in law χρυσέων οἴκων ἄναξ καὶ γαμβρὸς Ἥρας Herakles (I. 4.60)
d husband test., Servius on Virg., Georg., I. 31; generum vero pro marito positum multi accipiunt iuxta Sappho (fr. 116 L-P.), sic et Pindarus ἐν τοῖς παιᾶσιν. fr. 65b Schr., quod ad Niobae nuptias pertinere existimavit Schr., nunc a Sn. ad Πα. 13 revocatum.
Greek Monolingual
ο (AM γαμβρός)
1. σύζυγος της θυγατέρας κάποιου
2. σύζυγος της αδελφής
3. ο νιόπαντρος ή εκείνος που ετοιμάζεται να παντρευτεί, ο μνηστήρας
νεοελλ.
1. καθένας που βρίσκεται σε ηλικία γάμου ή θέλει να παντρευτεί
2. φρ. α) «σαν θέλει η νύφη κι ο γαμπρός τύφλα νάχει ο πεθερός» — για κάθε ζήτημα οι αμέσως ενδιαφερόμενοι έχουν την κυρίαρχη γνώμη
β) «χωρίς γαμπρό γάμος δεν γίνεται» — καμιά προσπάθεια δεν μπορεί να αποδώσει όταν λείπουν τα απαραίτητα
γ) «όρσε, γαμπρέ, κουφέτα» — γι' αυτούς που ενεργούν άκαιρα ή αδέξια
δ) «γαμπρός υιγιός δεν γίνεται και νύφη θυγατέρα» — παρά τον στενό οικογενειακό δεσμό δεν αγαπάει κανείς τον γαμπρό ή τη νύφη του όσο την κόρη του ή τον γιο του
αρχ.
ο πατέρας της συζύγου, ο πεθερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < γαμ-β-ρος
ρίζα γαμ-, πιθ. από δισύλλ. γαμε- (πρβλ. αόρ. έ-γᾱμ-α), επίθημα -ρός (πρβλ. ισχυρός, μακρός, αιχμηρός) με ανάπτυξη ευφωνικού -β- μεταξύ του συμπλέγματος -μρ- (πρβλ. άμβροτος). Δεν είναι σαφής η ετυμολ. σχέση της λ. ούτε προς το ομμόριζο αρχ. ινδ. jᾱmᾱtαr «γαμπρός» ούτε προς τα γαμέω, γάμος, από τα οποία προφανώς επηρεάστηκε. Δεν είναι σαφές δηλ. κατά πόσον η ρ. γαμ- είναι αυτή που υπάρχει στα ελλ. γάμος, γαμέω και στον τ. της αρχ. Ινδικής. Οπωσδήποτε, εμφανίζεται μεγάλη ποικιλία στους τύπους που αποδίδουν την έννοια «γαμπρός» στις διάφορες γλώσσες
πρβλ. αβεστ. zᾱmαοyα- «αδελφός του γαμπρού», σανσκρ. jαmi- «συμπέθερος», jᾱrα- «μνηστήρας, γαμπρός» (το ᾱ < m), αλβ. dhender, dhande- «αρραβωνιασμένος», λατ. gener «γαμβρός», αρχ. σλαβ. zetĭ, λιθ. žentαs, λεττ. znuŏts (πρβλ. ελλ. γνωτός «γονεύς»). Οι βαλτικοί και σλαβικοί τύποι και ο αλβανικός ανάγονται στη ρίζα του γίγνομαι. Τέλος ο λατ. τ., αν δεν ανάγεται στην ίδια ρίζα, μπορεί να σχηματίστηκε μεταγενέστερα από το gigno].
Greek Monotonic
γαμβρός: ὁ (γαμέω), οποιοσδήποτε είναι συνδεδεμένος με γάμο, Λατ. affinis, σε Αισχύλ.
1. σύζυγος της κόρης, Λατ. gener, σε Όμηρ., Ηρόδ., Ευρ.
2. σύζυγος της αδερφής, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.· ή αδερφός της συζύγου, σε Σοφ.
3. = πενθερός, πατέρας της συζύγου κάποιου, σε Ευρ.
4. Δωρ. και Αιολ., νιόπαντρος, μνηστήρας, εραστής, γαμπρός, σε Πίνδ., Θεόκρ.
Greek (Liddell-Scott)
γαμβρός: ὁ, πᾶς ὁ ἐκ κηδεστίας ἤτοι διὰ γάμου συγγενής. Λατ. aflinis, Πίνδ. Ν. 5. 67, Αἰσχύλ. Ἀγ. 740 (κατὰ πληθ.)· ἑπομένως, Ι. ὁ γήμας τὴν θυγατέρα τινός· αὕτη ἡ συνήθης παρ᾽ Ὁμ. σημασία, ὡς καὶ ἐν τῇ συνηθείᾳ· οὕτω παρ᾽ Ἡροδ. 5. 30. 67, Εὐρ. Φοιν. 427, κτλ. ΙΙ. ἐπ᾽ ἀδελφῇ γαμβρός, ὁ τῆς ἀδελφῆς ἀνήρ, Ἰλ. Ε. 474., Ν. 464, Ἡρόδ. 1. 73, κτλ.· ἢ ὁ ἀδελφὸς τῆς γυναικός τινος, γυναικάδελφος, Σοφ. Ο. Τ. 70. ΙΙΙ.=πενθερός, ὁ πατὴρ τῆς γυναικός τινός, Εὐρ. Ἱππ. 636, Ἀνδρ. 641. ΙV. Δωρ. καὶ Αἰολ νυμφίος, μνηστήρ, ἐραστής, Πίνδ. Π. 9. 206· πρβλ. νυὸς καὶ ἴδε Θεόκρ. 18. 49, καὶ 15. 129, ἔνθα ἴδε Valck. (Πρβλ. Σανσκρ. g âmâtri (gener), g âmâ (socer)· ἴδε γάμος περὶ τὸ τέλος.)
Frisk Etymology German
γαμβρός: {gambrós}
Grammar: m.
Meaning: Schwiegersohn, Eidam; Schwager, poet. auch Schwiegervater und Bräutigam (seit Il.).
Derivative: Seltene und späte Ableitungen: γαμβρά Schwägerin (Pap.), γαμβροτιδεύς Sohn eines γαμβρός (Iamb., nach λεοντιδεύς usw.), γάμβρια· δῶρα ἢ δεῖπνα γαμβροῦ H., γαμβρεύω sich verschwägern (LXX, J.).
Etymology: Zum Vergleich melden sich die Benennungen des Schwiegersohnes in anderen Sprachen, die indessen alle von γαμβρός mehr oder weniger stark abweichen: lat. gener, alb. dhëndër, dhândër auch Bräutigam, aind. jā́mātar- = aw. zāmātar- mit sekundär hinzugefügtem -tar- nach anderen Verwandtschaftsnamen, vgl. aw. zāmaoya- (aus -mavya-) Bruder des Schwiegersohnes (Grundwort unbekannt) und aind. jāmí- verschwistert, verwandt, f. auch Schwiegertochter. Für sich stehen die baltisch-slavischen Benennungen: lit. žéntas, aksk. zętъ, lett. znuôts, letzteres = γνωτός Verwandter. Aus dem Aind. wird noch herangezogen: jārá- Freier, Buhle, wobei -ā- eine nasalis sonans m̥̄ vertreten müßte. Abweichend heth. kaena-, gaena- Verschwägerter, Verwandter. Die balto-slavischen und albanesischen Wörter werden gewöhnlich zur Sippe von γίγνομαι gezogen (lit. žéntas, lett. znuôts usw. nach Schulze KZ 63, 113 vielmehr zu γιγνώσκω); ob auch lat. gener dahin gehört oder nicht vielmehr nach genus usw. umgebildet ist, bleibt unentschieden. Anderseits kann γαμβρός von γαμέω, γάμος beeinflußt sein. Die schwankende Formengebung der betreffenden Wörter verrät volkstümlichen Ursprung und volksetymologische Umbildungen. — Reiche Lit. bei W.-Hofmann s. gener. Vgl. γαμέω.
Page 1,287
English (Woodhouse)
kinsman by marriage, relation by marriage
Mantoulidis Etymological
Ἀπό ρίζα γαμ- τοῦ γάμος, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
brother-in-law
Afrikaans: swaer; Albanian: kunat; Arabic: شَقِيق زَوْج, شَقِيق زَوْجَة, سِلْف; Armenian: տագր; Aromanian: cumnat; Asturian: cuñáu; Azerbaijani: qayın; Bengali: দেবর; Bikol Central: bayaw; Bulgarian: девер; Burmese: ခဲအို, မတ်; Catalan: cunyat; Cebuano: bayaw, bayaw nga lalaki; Chinese Cantonese: 大伯, 叔仔; Mandarin: 大伯子, 小叔子; Min Nan: 大伯, 阿叔仔, 小叔, 細叔/细叔, 細叔仔/细叔仔, 細漢叔仔/细汉叔仔; Czech: švagr; Dalmatian: comnut; Danish: svoger; Dutch: zwager, schoonbroer; Erzya: парайде, альне, какжаля; Esperanto: bofrato; Estonian: küdi; Ewe: nyo; Finnish: lanko, kyty; French: beau-frère; Friulian: cugnât; Galician: cuñado; Georgian: მაზლი; German: Schwager, Schwäher; Greek: κουνιάδος; Ancient Greek: ἀνδράδελφος, γαμβρός, γάμβρος, δαήρ, καδεστής, κηδεστής, πενθερίδης, πενθεριδεύς, πενθερός, σύγγαμβρος, συγκηδεστής; Greenlandic: ningaaq; Hebrew: גִּיס, יָבָם; Hindi: देवर, जेठ; Hungarian: sógor; Icelandic: mágur; Ido: bofratulo; Ilocano: bayaw, kayong; Ingrian: kyty; Irish: deartháir céile; Italian: cognato; Japanese: 義理の兄, 義兄, 義理の弟, 義弟, 義兄弟,義兄さんにいさん,niisan), 小舅; Kashmiri: درُٛے; Korean: 시숙(媤叔), 시(媤)아주버니, 시동생(媤同生); Kurdish Central Kurdish: ھێوەر; Northern Kurdish: tî; Latgalian: dīvers; Latin: levir; Latvian: dieveris; Lithuanian: dieveris; Macedonian: девер; Malay: abang ipar, adik ipar lelaki, ipar lelaki, adik ipar, ipar; Maltese: silf; Maori: taokete, autāne; Maranao: ipag; Middle English: brother-in-lawe; Mwani: nlamu; Nanai: кэли; Norman: bieau-fréthe; Northern Sami: máhka; Norwegian Bokmål: svoger; Nynorsk: svoger, verbror; Occitan: conhat, cunhat; Old English: tācor; Pashto: لېور; Pennsylvania German: Schwoger; Persian: هیور; Polish: szwagier pers, dziewierz pers; Portuguese: cunhado; Romani: salo; Romanian: cumnat; Russian: деверь; Sanskrit: देवृ, देवर; Sardinian: connadu, connatu, connau; Scots: guid-brither; Scottish Gaelic: bràthair-cèile; Serbo-Croatian Cyrillic: де̏вер; Roman: dȅver; Sicilian: cugnatu; Slovene: svák; Sorbian Lower Sorbian: bratš cłowjeka, swak, šwogor; Spanish: cuñado; Swedish: svåger, svärbror; Tagalog: bayaw; Taos: pʼǫ́yna, pòpóna; Tarifit: arwes; Turkish: kayın; Ukrainian: ді́вер; Urdu: دیور, جیٹھ; Venetian: cugnà, cugnado, cognà, cognado; Vietnamese: anh chồng, em chồng; Vilamovian: śwöger; Welsh: brawd yng nghyfraith; Zazaki: vıstewre
son-in-law
Albanian: dhëndër; Andi: нусо; Arabic: زَوْج اَلاِبْنَة, صِهْر; Archi: нусду; Armenian: փեսա; Aromanian: dziniri, dzinire; Asturian: xenru, xenral; Azerbaijani: yeznə, kürəkən, giyəv, dadı; Bats: სიძე̂; Belarusian: зяць; Bengali: জামাই, দামাদ; Breton: mab-kaer, deuñv; Bulgarian: зет; Burmese: သမက်; Catalan: gendre; Chechen: нуц; Chinese Cantonese: 女婿; Hakka: 婿郎; Mandarin: 女婿, 婿; Min Nan: 囝婿, 半子, 女婿; Cornish: deuv; Czech: zeť; Danish: svigersøn; Dutch: schoonzoon; Estonian: väimees; Faroese: versonur, dóttursonur; Finnish: vävy; French: beau-fils, gendre; Friulian: zinar, ginar; Galician: xenro; Georgian: სიძე; German: Schwiegersohn, Tochtermann, Eidam; Gothic: 𐌼𐌴𐌲𐍃; Greek: γαμπρός; Ancient Greek: γαμβρός, γάμβρος, καδεστής, κηδεστής, νυμφίος, πενθερός; Guugu Yimidhirr: biidyirr, ngalaadhin; Hebrew: חָתָן; Hindi: दामाद, जमाई; Hungarian: vő, vej; Hunsrik: Schwieghersohn; Ido: bofiliulo; Indonesian: menantu laki-laki, menantu; Ingrian: vävy; Ingush: найц; Irish: cliamhain; Italian: genero; Japanese: 婿; Kabuverdianu: jénru; Kannada: ಅಳಿಯ; Kashmiri: زامتُر; Korean: 사위; Kurdish Northern Kurdish: zava; Ladino: yerno; Latin: gener; Latvian: znots; Laz: სიჯა; Lithuanian: žentas; Luxembourgish: Eedem; Macedonian: зет; Manx: cleuin; Maori: hunaonga, hunōnga; Mari Eastern Mari: веҥе; Mazanderani: زاما; Middle English: sone in lawe; Mingrelian: სინჯა; Nanai: аоси; Navajo: aadaaní, doishʼíinii, doo yooʼíinii; Norman: bieau-fis; Norwegian: måg; Bokmål: svigersønn; Nynorsk: svigerson; Occitan: gendre; Odia: ଜ୍ୱାଇଁ; Old English: āþum; Ossetian: сиахс; Pashto: زوم; Pennsylvania German: Schwiegersoh; Persian: داماد; Plautdietsch: Schwiasän; Polabian: ząt; Polish: zięć pers; Portuguese: genro; Punjabi: ਜਵਾਈ, ਦਾਮਾਦ; Romani: ʒamutro; Romanian: ginere; Russian: зять; Sanskrit: जामातृ; Sardinian: géneru, génniru; Scots: guid-son; Scottish Gaelic: mac-cèile, ban-sgoth, cliamhainn; Serbo-Croatian Cyrillic: зет; Roman: zet; Seychellois Creole: zann; Sicilian: ienniru, jenniru; Slovak: zať; Slovene: zet; Sorbian Lower Sorbian: pśichodny syn, źowki cłowjek, šwigersyn; Southern Altai: кӱйӱ; Spanish: yerno; Old Spanish: yerno; Svan: ჩი̄ჟე; Swedish: svärson, måg; Tagalog: lalaking manugang; Taos: tàʼána, ȕʼúna; Telugu: అల్లుడు; Thai: ลูกเขย; Turkish: güvey, damat; Ukrainian: зять; Venetian: zendro, zènero, xènero, xènaro, dhènero; Vietnamese: rể, con rể; Vilamovian: adum; Volapük: lüson; Welsh: mab-yng-nghyfraith, daw; Zazaki: zama
father-in-law
Afrikaans: skoonpa; Albanian: vjehërr; Arabic: حَم; Aramaic: חמא; Armenian: սկեսրայր, աներ; Aromanian: socru; Asturian: suegru; Avar: вакьад; Azerbaijani: qayınata; Basque: aitaginarreba; Belarusian: свёкар, цесць; Bulgarian: свекър, тъст; Burmese: ယောက္ခထီး; Catalan: sogre; Chinese Mandarin: 公公, 岳父, 嫜; Min Nan: 大官, 丈人, 丈人公; Cornish: hwegron; Crimean Tatar: qaynata; Czech: tchán, svekr; Danish: svigerfar; Dutch: schoonvader; Erzya: атявт, вата; Esperanto: bopatro; Estonian: äi; Ewe: to; Faroese: verfaðir; Fataluku: painu; Finnish: appi; French: beau-père; Friulian: missêr, suesar; Galician: sogro; Georgian: სიმამრი, მამამთილი; German: Schwiegervater, Schwäher; Gooniyandi: lambadi; Gothic: 𐍃𐍅𐌰𐌹𐌷𐍂𐌰; Greek: πεθερός; Ancient Greek: γαμβρός, γάμβρος, ἑκυρός, καδεστής, κηδεστής, πενθερός, συγκηδεστής; Greenlandic: sakeq; Hebrew: חָם, חוֹתֵן; Hindi: ससुर, समधी; Hungarian: após; Hunsrik: Schwiegherfatter; Icelandic: tengdapabbi; Ido: bopatro; Ilocano: katugangan a lalaki; Indonesian: ayah mertua, bapak mertua; Ingrian: äijä; Interlingua: patre affin; Irish: athair céile; Italian: suocero; Japanese: 義父, 岳父, 舅; Jeju: 가시아방; Kashmiri: ہِہُر, ہیُٛہُر; Khmer: ឪពុកក្មេក; Korean: 시아버지, 장인; Kurdish Central Kurdish: خەزور; Northern Kurdish: xezûr; Lao: ພໍ່ຜົວ, ພໍ່ເມັຽ, ສະວະສູລະ, ສວະສູຣະ, ສະສຸຣະ, ພໍ່ເຖົ້າ; Latin: socer, patraster; Latvian: ap'; Livonian: mīeizā, naizizā; Luxembourgish: Schwéierpapp; Macedonian: свекор, тест; Malay: bapa mertua, ayah mertua; Manx: ayr 'sy leigh; Maori: hungarei, hungawai; Marathi: सासरा; Mari Eastern Mari: ача; Mongolian Cyrillic: хадам аав; Mongolian: ᠬᠠᠳᠠᠮ; ᠠᠪᠤ; Mwani: mukwe; Norman: bieau-péthe; Northern Ohlone: menék; Northern Sami: vuohppa, vuohppasássa; Norwegian Bokmål: svigerfar; Nynorsk: svigerfar, verfar; Occitan: sògre; Odia: ଶ୍ୱଶୁର; Old Church Slavonic Cyrillic: свекръ, тьсть; Old English: swēor; Papiamentu: suegu; Pashto: سخر; Pennsylvania German: Schwaer, Schwaerdaadi, Schwiegervadder; Persian: پدرشوهر, پدرزن, خسر; Plautdietsch: Schwiavoda; Polish: teść pers, świekier pers; Portuguese: sogro; Punjabi Gurmukhi: ਸੁਹਰਾ, ਸੁਸਰ, ਖ਼ੁਸਰ; Shahmukhi: سوہرا, سُسَر, خُسَر; Quechua: kaka, kiwachi; Romani: sastro; Romanian: socru; Russian: свёкор, свёкр, тесть; Sanskrit: श्वशुर; Sardinian: socru, sogru; Scots: guid-faither; Scottish Gaelic: athair-cèile; Serbo-Croatian Cyrillic: свекар, пунац; Roman: svekar, punac; Seri: aaquéect ctam; Sicilian: soggiru; Slovak: svokor, tesť; Slovene: tast; Sorbian Lower Sorbian: pśichodny nan; Upper Sorbian: přichodny nan; Spanish: suegro; Swahili: baba mkwe; Swedish: svärfar; Sylheti: ꠢꠃꠞ; Tagalog: biyanang-lalaki; Tamil: மாமனார்; Taos: tǫ̏ména; Tarifit: aḍeggʷar; Tetum: banin; Thai: พ่อผัว, พ่อสามี, พ่อตา; Tigre: ሐም; Tupinambá: menduba, atu'uba; Turkish: kaynata, kayınbaba, kayınpeder; Turkmen: gaýynata; Udi: сейде; Ukrainian: свекор, тесть; Urdu: سَسُر, سُسَر, خُسَر; Venetian: misiero, misiere, mesiere; Vietnamese: cha chồng, cha vợ; Volapük: lüfat; Võro: äi; Votic: äijä; Welsh: chwegrwn, tad yng nghyfraith; Yiddish: שווער; Zazaki: vıstewre
bridegroom
Afrikaans: bruidegom; Albanian: dhëndër; Alviri-Vidari Vidari: دماد; Amharic: ሙሽራው; Arabic: عَرِيس; Gulf Arabic: معرس; Armenian: փեսա, փեսացու; Assamese: দৰা; Azerbaijani: bəy; Belarusian: жані́х; Bengali: দামাদ, জামাই, নওশা, দুলা; Bulgarian: жених, младоженец; Burmese: သတို့သား, သတိုးသား; Catalan: nuvi; Chinese Cantonese: 新郎, 新郎哥; Dungan: щиннүщү, нүщү; Hakka: 新娘公, 新郎; Mandarin: 新郎; Min Nan: 新郎; Czech: ženich; Danish: brudgom; Dutch: bruidegom; Esperanto: edziĝanto; Estonian: peigmees, peig; Finnish: sulhanen; French: jeune marié, futur marié, marié, futur époux, époux; Friulian: spôs; Galician: noivo; Georgian: ნეფე, საქმრო; German: Bräutigam; Gothic: 𐌱𐍂𐌿𐌸𐍆𐌰𐌸𐍃; Greek: γαμπρός, μελλόνυμφος, νεόνυμφος; Ancient Greek: γαμβρός, γάμβρος, νυμφευτής, νυμφίος; Hebrew: חָתָן; Hindi: दूल्हा, वर, दामाद; Hungarian: vőlegény; Icelandic: brúðgumi; Ido: fiancito, fiancitulo, fiancitino; Ingrian: senihka, priho; Irish: grúm, buachaill óg; Italian: sposo; Japanese: 新郎, 花婿, 婿; Kashmiri: مَہارازٕ; Kazakh: күйеу; Khmer: កូនកំលោះ; Kikuyu: mũhikania; Korean: 신랑(新郞); Kurdish Central Kurdish: زاوا; Northern Kurdish: zava; Kyrgyz: куйоо; Lao: ເຈົ້າບ່າວ; Latvian: līgavainis; Lithuanian: jaunikis, jaunasis; Low German: Brödigam, Brögam, Brüdigam, Brügam; Luxembourgish: Bräitchemann; Macedonian: младоженец; Malay: pengantin lelaki; Malayalam: മണവാളൻ, ചെറുക്കൻ; Maltese: għarus; Manx: dooinney-poosee; Maori: tāne mārena; Mongolian Cyrillic: шинэ хүргэн, хүргэн; Norman: mathié; Norwegian Bokmål: brudgom; Nynorsk: brudgom; Occitan: nòvi; Old Dutch: brūdigomo; Old English: brȳdguma; Old Frisian: brēdgoma, breidgoma; Old High German: brūtigomo; Old Norse: brúðgumi; Old Saxon: brūdigomo; Persian: داماد; Plautdietsch: Briegaum; Polish: pan młody, nowożeniec; Portuguese: noivo; Romani: ʒamutro; Romanian: mire; Russian: жених, новобрачный; Scottish Gaelic: fear na bainnse, fear nuadh-pòsda; Serbo-Croatian Cyrillic: младожења, женик; Roman: mladoženja, ženik; Sindhi: ُگھوٽ; Slovak: ženích; Slovene: ženin; Spanish: novio; Swahili: bwana harusi, bwana arusi; Swedish: brudgum; Tagalog: nobyo; Tajik: домод; Tarifit: isri; Tatar: кияү; Telugu: వరుడు, పెళ్ళి కొడుకు; Thai: เจ้าบ่าว, บ่าว; Turkish: güvey, damat; Turkmen: adagly; Udmurt: эмеспи; Ukrainian: жених, наречений, молодий, суджений, князь, молодик; Uyghur: يىگىت; Uzbek: kuyov; Venetian: spóxo; Vietnamese: rể, chú rể; Volapük: gam, higam, jigam; Welsh: priodfab, priodfeibion; West Frisian: breugeman; Yakut: күтүөт; Yiddish: חתן, כאָסן; Zazaki: zama