ὁμοιόσκευος

Revision as of 13:22, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A in like dress or array, Str.17.3.7.

German (Pape)

[Seite 336] von ähnlicher Kleidung, ähnlichem Anzuge, Strab. XVII.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιόσκευος: -ον, ὁ ἔχων ὁμοίαν σκευὴν ἢ ἐνδυμασίαν, Στράβ. 828.

Greek Monolingual

ὁμοιόσκευος, -ον (Α)
αυτός που έχει την ίδια ενδυμασία ή τον ίδιο στολισμό με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(o)- + -σκευος (< σκευή «ενδυμασία»), πρβλ. ομό-σκευος].