ὀδώδει, A v. ὄζω.
[Seite 295] perf. zu ὄζω.
ὄδωδα: ὀδώδει, ἴδε τὸ ῥῆμα ὄζω.
v. ὄζω.
ὄδωδα: ὀδώδει, παρακ. και γʹ ενικ. υπερσ. του ὄζω.
ὄδωδα: pf. 2 (= praes.) к ὄζω.