ὑδροκιρσοκήλη

Revision as of 13:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A aneurysm of the vessels of the testicles, Gal.19.448.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροκιρσοκήλη: ἡ, ἀνευρυσμὸς τῶν ἀγγείων τῶν κατὰ τοὺς ὄρχεις καὶ συλλογὴ ὑγροῦ κατά τι μέρος τοῦ ὀσχέου, Γαλην. τ. 19, σ. 448, § υκη΄.

Greek Monolingual

η / ὑδροκιρσοκήλη, ΝΑ
ιατρ. κιρσοκήλη με υδροκήλη, ανεύρυσμα τών αγγείων τών όρχεων και συλλογή υγρού σε τμήμα του οσχέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + κιρσοκήλη.