υδροκήλη

From LSJ

φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid

Source

Greek Monolingual

η / ὑδροκήλη, ΝΑ
ιατρ. συλλογή ορώδους υγρού στη σχισμοειδή κοιλότητα του ιδίου ελυτροειδούς χιτώνα του όρχεως, που εμφανίζεται υπό μορφή διογκώσεως σημαντικών, συχνά, διαστάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + κήλη (πρβλ. κιρσοκήλη)].