ὑποσχέσθαι
English (LSJ)
A v. ὑπισχνέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσχέσθαι: ἴδε ὑπισχνέομαι.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 de ὑπισχνέομαι.
English (Autenrieth)
see ὑπίσχομαι.
Greek Monotonic
ὑποσχέσθαι: απαρ. αορ. βʹ του ὑπ-ισχνέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑποσχέσθαι: inf. aor. 2 к ὑπισχνέομαι.