ὑποσχέσθαι
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
English (LSJ)
v. ὑπισχνέομαι.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 de ὑπισχνέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑποσχέσθαι: inf. aor. 2 к ὑπισχνέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσχέσθαι: ἴδε ὑπισχνέομαι.
English (Autenrieth)
see ὑπίσχομαι.
Greek Monotonic
ὑποσχέσθαι: απαρ. αορ. βʹ του ὑπ-ισχνέομαι.