ὑποσχέσθαι
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
v. ὑπισχνέομαι.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 de ὑπισχνέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ὑποσχέσθαι: inf. aor. 2 к ὑπισχνέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσχέσθαι: ἴδε ὑπισχνέομαι.
English (Autenrieth)
see ὑπίσχομαι.
Greek Monotonic
ὑποσχέσθαι: απαρ. αορ. βʹ του ὑπ-ισχνέομαι.