ον, A = ὑψίκομος 2, Com. of κράμβαι, Polyzel.9.
ὑψῐπέτᾰλος: -ον, = ὑψίκομος, κωμικῶς ἐπὶ τῆς κράμβης, ὑψιπέταλοί τε κράμβαι συχναὶ Πολύζηλος ἐν «Μουσῶν γοναῖς» 2.
και ιων. και επικ. τ. ὑψιπέτηλος, -ον, Α(κωμική λ.) (για την κράμβη) υψίκομος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πέταλον (πρβλ. εὐ-πέταλος)].