ὑψιπέτηλος

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψῐπέτηλος Medium diacritics: ὑψιπέτηλος Low diacritics: υψιπέτηλος Capitals: ΥΨΙΠΕΤΗΛΟΣ
Transliteration A: hypsipétēlos Transliteration B: hypsipetēlos Transliteration C: ypsipetilos Beta Code: u(yipe/thlos

English (LSJ)

ὑψιπέτηλον, Ion. and Ep. for ὑψιπέταλος, used like ὑψίκομος, of trees, Il.13.437, Od.4.458, 11.588.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux hautes feuilles.
Étymologie: ὕψι, πέταλον.

German (Pape)

ion. und ep. = ὑψιπέταλος, hoch belaubt, δένδρεον Il. 13.437, Od. 4.458, 11.588.

Russian (Dvoretsky)

ὑψιπέτηλος: высоколиственный (δένδρεον Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑψῐπέτηλος: -ον, Ἰων. καὶ Ἐπικ. ἀντὶ ὑψῐ-πέταλος, ἐν χρήσει ὡς τὸ ὑψίκομος, ἐπὶ δένδρων, Ἰλ. Ν. 437, Ὀδ. Δ. 458, Λ. 588.

English (Autenrieth)

(πέταλον): with lofty leaves or foliage.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ιων. και επικ. τ.) βλ. ὑψιπέταλος.

Greek Monotonic

ὑψῐπέτηλος: -ον, Επικ. αντί ὑψιπέτᾰλος, αυτός που έχει υψηλό φύλλωμα, πανύψηλος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ὑψῐ-πέτηλος, ον, [epic for ὑψιπέτᾰλος]
with high foliage, towering, Hom.