ὁ, A fissure, γῆ ῥηγμῶν πλήρης PSI4.422.15 (iii B.C.). II = foreg., Hsch.
[Seite 839] ὁ, = ῥηγμίν, Gramm.
ῥηγμός: ὁ, = τῷ προηγ., Γραμμ.
και ῥηχμός, ὁ, Α1. ρήγμα, χάσμα2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥηγμίν».[ΕΤΥΜΟΛ. < απαθή βαθμίδα ῥηγ- του ῥήγνυμι + κατάλ. -μός].