ῥύβδην

Revision as of 15:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

Adv. A = δαψιλῶς, ῥύβδην θυννίδα (θύνναν codd.) . . δαινύμενος Hippon.35 (ῥύδην codd., em. Bgk.; ῥοίβδην· δαψιλῶς, Phot. post ῥυάχετον) ; κηφῆνες προσφέρονται ῥύβδην (v.l. ῥύδην) ἄνω πρὸς τὸν οὐρανόν Arist.HA624a24.

German (Pape)

[Seite 850] adv., vom Fliegen der Biene, Arist. H. A. 9, 40, s. ῥύδην; B. A. 325, 30 steht ῥίβδην.

Greek (Liddell-Scott)

ῥύβδην: Ἐπίρρ., μετὰ θορύβου, Ἱππῶναξ 26, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 12.

Greek Monolingual

και ῥοίβδην και ῥύδην Α
επίρρ. άφθονα, πλουσιοπάροχα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ῥυβδῶ].

Russian (Dvoretsky)

ῥύβδην: Arst. = ῥύδην.