ῥοδόμελι

Revision as of 15:13, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ιτος, τό, A rose-honey, Dsc.5.27, Philagr. ap. Orib.5.17.5, Edict.Diocl.Delph.14, Aët.3.104.

German (Pape)

[Seite 846] ιτος, τό, Rosenhonig, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδόμελι: -ιτος, τό, μετὰ ῥόδων παρεσκευασμένον μέλι, Ὀρειβάσ. 65 Matth.

Greek Monolingual

το / ῥοδόμελι, ΝΜΑ
νεοελλ.
διάλυμα μελιού και αρώματος από ρόδα, που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική
μσν.-αρχ.
μέλι καμωμένο από ρόδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδον + μέλι.