θεαρός

Revision as of 15:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ὁ, Dor. for θεωρός (q.v.): Θεαροί, οἱ, title of poem by Epich., Ath.9.408d.

German (Pape)

[Seite 1190] ὁ, dor. = θεωρός, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱρός: ὁ, Δωρ. ἀντὶ θεωρός, Ἐπίχαρμ. 58 Ahr.

Greek Monolingual

θεαρός, ὁ (Α)
1. θεωρός
2. στον πληθ. Θεαροί
τίτλος έργου του Επιχάρμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του θεωρός].

Greek Monotonic

θεᾱρός: ὁ, Δωρ. αντί θεωρός.

Russian (Dvoretsky)

θεᾱρός: дор. = θεωρός.

Middle Liddell

θεᾱρός, ὁ, [doric for θεωρός.]