μοριφόν

Revision as of 15:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

σκοτεινόν, μέλαν, Hsch. μόρμη· χαλεπή, ἐκπληκτική, Id. μορμίλλων, A v. μερμίλλων. μόρμοι· φόβοι κενοί, Id.

Greek Monolingual

μοριφόν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκοτεινόν, μέλαν».