μυοδόχος

Revision as of 15:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

Ion. μῠο-δόκος, ον, A harbouring mice, γρῶναι Nic. Th.795. [ῡ metrigr.] II Subst. μυοδόχος, , mouse-hole, prob. in Thphr.HP5.4.5.

Greek (Liddell-Scott)

μυοδόχος: Ἰων. -δόκος, ον, ὁ δεχόμενος, κρύπτων μῦς, Νικ. Θηρ. 795 [ῡ ἐν ἄρσει].

Greek Monolingual

μυοδόχος και ιων. τ. μυοδόκος, -ον (Α)
1. αυτός που δέχεται, που κρύβει ποντίκια
2. το αρσ. ως ουσ.μυοδόχος
η τρύπα της φωλιάς του ποντικού, η ποντικότρυπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῦς, μυός «ποντικός» + -δόχος / -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ξενοδόχος].