παλαιοθέτης

Revision as of 15:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

παλαιοπράγμων, δραστήριος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 445] nach Hesych. u. Phot. παλαιοπράγμων.

Greek (Liddell-Scott)

παλαιοθέτης: «παλαιοπράγμων, δραστήριος» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

παλαιοθέτης (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «παλαιοπράγμων, δραστήριος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + θέτης (< τίθημι)].