παλαιοπράγμων
From LSJ
English (LSJ)
gloss on παλαιοθέτης, Hsch.
German (Pape)
[Seite 445] Erkl. von παλαιοθέτης, Hesych., der schon längst in Geschäften geübt ist.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλαιοπράγμων: -ον, γεν. ονος, ὁ παλαιόθεν ἠσκημένος εἰς πράγματα, ὑποθέσεις, Ἡσύχ. ἐν λ. παλαιοθέτης.
Greek Monolingual
παλαιοπράγμων, -ον (Α)
παλαιοθέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιο- + -πράγμων (< πρᾶγμα), πρβλ. πολυπράγμων].