στάφος

Revision as of 15:56, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

σκάφος, λεκάνη, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

στάφος: «σκάφος. λεκάνη» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκάφος, λεκάνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. αντί σκάφος.