φοιβηλάλος

Revision as of 16:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A uttering the oracles of Phoebus, τρίπους, μάντις, Ps. Callisth.1.45; Φοιβηλάλος, ἡ, = Πυθία 1, ibid.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που εκφράζει, που λέει τους χρησμούς του Φοίβου
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Φοιβηλάλος
η Πυθία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + λάλος (πρβλ. θρηνο-λάλος). Το -η- του τ. προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών συλλαβών].