τόσσος

Revision as of 16:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

τοσσόσδε, Ep. for τόσος, τοσόσδε.

Greek (Liddell-Scott)

τόσσος: τοσσόσδε, Ἐπικ. ἀντὶ τόσος, τοσόσδε.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
poét. c. τόσος.

English (Autenrieth)

see τόσος, τοσοῦτος.

Greek Monolingual

-η, -ον, Α
βλ. τόσος.

Greek Monotonic

τόσσος: τοσσόσδε, Επικ. αντί τόσος, τοσόσδε.