Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
ήδε, όνδε;
épq. c. τοσόσδε.
τοσσόσδε n. pl. pro adv., so much, to this extent εἴη σέ τε τοῦτον ὑψοῦ χρόνον πατεῖν, ἐμέ τε τοσσάδε νικαφόροις ὁμιλεῖν (O. 1.115)
τοσσήδε, τοσσόνδε, Α
βλ. τοσόσδε.
episch = τοσόσδε, Hom.