νήπους

Revision as of 16:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class=foreign>" to "")

English (LSJ)

ἢ νήποδες· ἀνυποδέτους, Hsch. (leg. νη<λί>π-).

Greek Monolingual

νήπους (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νήποδες
ἀνυποδέτους».
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + πούς, ποδός].