πτέσθαι

Revision as of 17:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2, $3")

English (LSJ)

A v. πέτομαι. πτῆμα, ατος, τό, flight, Suid. πτήν, πτηνός, , , winged, Hdn.Gr.in An.Ox.3.243, EM694.7. πτῆναι, v. πέτομαι.

Greek (Liddell-Scott)

πτέσθαι: ἴδε πέτομαι.

French (Bailly abrégé)

v. πέτομαι.

Greek Monotonic

πτέσθαι: απαρ. αορ. βʹ του πέτομαι.

Russian (Dvoretsky)

πτέσθαι: inf. aor. 2 к πέτομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτέσθαι inf. aor. van πέτομαι.