ἀλληλοῦχοι

Revision as of 10:50, 2 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(ἔχω)" to "(ἔχω)")

English (LSJ)

α, A holding together,ἄτομοι Epicur.Ep.2P.44 U. ; φύσεις Id.Nat.2.9 ; ἐγκεντρίσεις Jul.Ep.180.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλληλοῦχοι: α, (ἔχω) = οἱ ἀλλήλων ἐχόμενοι, Ἐπίκουρ. παρὰ Διογ. Λ. 10. 99, «ἀλληλοῦχα, τὰ ἀντιπεπλεγμένα», Ἡσύχ.

Spanish (DGE)


cien. prendidos unos a otros, mutuamente coherentes περιπλοκαὶ ἀλληλούχων ἀτόμων en la formación de nubes, Epicur.Ep.[3] 99, αἱ ἔξωθεν μὲν [ἀ] λλη[λοῦ] χοι φύσεις Epicur.Fr.[24] 49.4, ἀ. ἐγκεντρίσεις injertos mutuos Iul.Ep.180.391d
entrelazados Hsch.α 3166.

Greek Monolingual

ἀλληλοῦχοι, -α (Α)
αυτοί που έχουν συνάφεια μεταξύ τους, οι συναπτόμενοι, οι συνεχόμενοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. του τύπου ἀλληλοῦχος < ἀλληλο- + -οῦχος < ἔχω.
ΠΑΡ. ἀλληλουχία
αρχ.-μσν.
ἀλληλουχῶ].