ἀλληλουχία
English (LSJ)
ἡ, holding together, conjunction, Longin.36.4; coherence, Epicur.Nat.2.993.5; continuity, opp. παράθεσις, Theol.Ar.4; τάξις καὶ ἀλληλουχία Procl.Inst.97, cf. Dam.Pr. 85; κόσμου Iamb.Protr.21.ιζ; close texture, consistency, Gal.14.12; κτηδόνων Dsc.5.127; mutual support, of words in composition, D.H.Comp.23.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 cien. cohesión c. gen. ἀλληλο[υ] χ[ίαν τοῦ] ἐξωτάτου χιτῶνος εἶναι καὶ τοιαύτην τῶν ἐντ[ὸς] ἐναπειλημμένων ἔνδοθεν la cohesión de los elementos de la membrana externa es también la misma que la de los elementos contenidos internamente Epicur.Fr.[24] 19.1, ἀ. κτηδόνων de las láminas de pizarra, Dsc.5.127, τῶν μορίων Gal.14.12, τῶν σωμάτων Placit.1.18.6, abs. ἀλληλουχίῃ μίμνουσι de las piedras del riñon, Aret.SD 3.3.
2 organización, sistema o estructura de elementos interdependientes de las ciencias exactas y lógicas ἐάν τε κατ' ἀλληλουχίαν ἐάν τε κατὰ παράθεσιν ἐπινοῶμεν αὐτὴν (ἀριθμητικήν) συνεστάναι Theol.Arith.4, ἐν τοῖς θεωρήμασιν ἀλληλουχίας S.E.M.1.95, ἀλληλουχίαι ὁμοστοίχων Dion.Ar.DN M.3.704B, ἀ. κόσμου Iambl.Protr.21, τάξις καὶ ἀ. Procl.Inst.97, τὰ μέρη ... οὐ καθ' ἐαυτὰ βούλεται εἶναι ... ἀλλὰ ... κατὰ τὴν μίαν ἀλληλουχίαν Dam.Pr.85, cf. 56, en la Trinidad τὴν πρὸς τὸν Πατέρα καὶ τὸν υἱὸν ἀ. Didym.M.39.532C.
3 en el arte y estilística combinación de elementos interdependientes ἡ γὰρ ἀλληλουχία τούτων ἴσως γένοιτ' ἂν τὸ τέλειον una combinación mutua de estos (elementos) sería quizá lo perfecto Longin.36.4
•combinación, trabazón de términos τὴν ἀλληλουχίαν λαμβάνοντα βάσιν (sc. τὰ ὀνόματα) tomando como punto de partida su combinación recíproca (sc. las palabras en la composición florida), D.H.Comp.112.5.
German (Pape)
[Seite 103] Zusammenhang, D. Hal. C. V. 23.
Russian (Dvoretsky)
ἀλληλουχία: ἡ взаимная связанность, сцепление Sext.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλληλουχία: ἡ, τὸ ἀμοιβαίως συνέχεσθαι, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. σ. 202, Schäf, κτηδόνων, Διοσκ. 5. 144.
Greek Monolingual
η (Α ἀλληλουχία)
ο σύνδεσμος με τα προηγούμενα και τα επόμενα, συνοχή, συνάφεια, επαλληλία
νεοελλ.
(ειδικά) αιτιώδης σχέση και εξάρτηση, λογική σχέση, συνειρμός, συνέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλληλοῦχος, βλ. ἀλληλοῦχοι.