ὀχός

Revision as of 10:50, 2 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(ἔχω)" to "(ἔχω)")

English (LSJ)

όν, (ἔχω) A firm, secure, Ph.Byz.Mir.1.5.

German (Pape)

[Seite 431] haltend, tragend, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχός: -ή, -όν, (ἔχω) ὁ κρατῶν, βαστάζων τι, Φίλων Βυζ. π. τῶν ἑπτὰ Θαυμ. 1.

Greek Monolingual

ὀχός, -ή, -όν (Α)
σταθερός, στέρεος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα ὀχ- του ἔχω (Ι). Ο τ. εμφανίζεται ευρύτατα στα σύνθ. σε -οχος (πρβλ. δρύ-οχος, ηνί-οχος)].