ἁλοτρίβανος

Revision as of 08:29, 3 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

(τρίβω) A pestle to pound salt, Eust.183.10.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ mano de almirez, majadero, Et.Gen.1124, Gloss.2.544, cf. ἀλατρίβανος, ἀλετρίβανος.

Greek Monolingual

ἁλοτρίβανος, ο (Μ)
αλατοτρίφτης, εργαλείο με το οποίο κοπανίζουν το αλάτι, γουδοχέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλο- + τρίβω.