κρηνίδιον
English (LSJ)
τό, Dim. of κρήνη, (little spring, little fountain, fonticulus) Arist.Mir.841b9, Antig. Mir.142,etc.
Greek (Liddell-Scott)
κρηνίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κρήνη, Λατ. fonticulus, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 117.
Greek Monolingual
κρηνίδιον, τὸ (Α)
βρυσούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. βαλαν-ίδιον, γρα-ΐδιον)].
Russian (Dvoretsky)
κρηνίδιον: (ῑδ) τό небольшой источник, родничок Arst.