κρηνίδιον

Revision as of 21:15, 3 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό, Dim. of κρήνη, (little spring, little fountain, fonticulus) Arist.Mir.841b9, Antig. Mir.142,etc.

Greek (Liddell-Scott)

κρηνίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κρήνη, Λατ. fonticulus, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 117.

Greek Monolingual

κρηνίδιον, τὸ (Α)
βρυσούλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρήνη + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. βαλαν-ίδιον, γρα-ΐδιον)].

Russian (Dvoretsky)

κρηνίδιον: (ῑδ) τό небольшой источник, родничок Arst.