-α, -ικο, Ν1. αυτός που έχει τσίμπλες στα μάτια του2. το ουδ. ως ουσ. το τσιμπλιάρικο(με υποτιμητ. σημ.) ανήλικο, ανώριμο παιδί.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσίμπλα + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ψωριάρης)].