τσιμπλιάρης

Revision as of 10:20, 4 January 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν
1. αυτός που έχει τσίμπλες στα μάτια του
2. το ουδ. ως ουσ. το τσιμπλιάρικο
(με υποτιμητ. σημ.) ανήλικο, ανώριμο παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τσίμπλα + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. ψωριάρης)].