ψωριάρης

From LSJ

τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο, Ν
ψωραλέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + κατάλ. -ιάρης (πρβλ. κοκαλιάρης)].