εως, ἡ, A = βούστασις (ox-stall), Call.Del.102.
βοόστᾰσις: -εως, ἡ, = βούστασις, Καλλ. εἰς Δῆλ. 102.
βοόστασις, η (Α)βούστασις, στάβλος.