βούστασις

From LSJ

Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst

Menander, Monostichoi, 484
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούστᾰσις Medium diacritics: βούστασις Low diacritics: βούστασις Capitals: ΒΟΥΣΤΑΣΙΣ
Transliteration A: boústasis Transliteration B: boustasis Transliteration C: voystasis Beta Code: bou/stasis

English (LSJ)

-εως, ἡ, = βουστασία (ox-stall), A. Pr. 653 (pl.), IG 11(2).145.19 (Delos, iv BC), DH. 1.79.

Spanish (DGE)

(βούστᾰσις) -εως, ἡ
establo A.Pr.653, IG 11(2).145.19 (Delos IV a.C.), IMylasa 216.1 (II/I a.C.), Fabius Pictor 4b (p.855).

German (Pape)

[Seite 459] ἡ, dasselbe, Aesch. Prom. 633. Auch Dion. Hal. 1, 79; D. L. 9, 3.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
c. βουστασία.
Étymologie: βοῦς, στάσις.

Greek Monolingual

βούστασις, η και βουστασία, η (Α)
το βούσταθμον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βούστασις < βους + στάσις, ο δε τ. βουστασία < βους + -στασία < στατός < ίστημι ή πιθ. < βους + στάσις.

Greek Monotonic

βούστᾰσις: -εως, ἡ, = προηγ., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

βούστᾰσις: εως ἡ Aesch., Diog. L. = βούσταθμον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βούστασις -εως, ἡ βοῦς, στάσις koeienstal.

English (Woodhouse)

ox-stall

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)