βούστασις
Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst
English (LSJ)
-εως, ἡ, = βουστασία (ox-stall), A. Pr. 653 (pl.), IG 11(2).145.19 (Delos, iv BC), DH. 1.79.
Spanish (DGE)
(βούστᾰσις) -εως, ἡ
establo A.Pr.653, IG 11(2).145.19 (Delos IV a.C.), IMylasa 216.1 (II/I a.C.), Fabius Pictor 4b (p.855).
German (Pape)
[Seite 459] ἡ, dasselbe, Aesch. Prom. 633. Auch Dion. Hal. 1, 79; D. L. 9, 3.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
c. βουστασία.
Étymologie: βοῦς, στάσις.
Greek Monolingual
βούστασις, η και βουστασία, η (Α)
το βούσταθμον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βούστασις < βους + στάσις, ο δε τ. βουστασία < βους + -στασία < στατός < ίστημι ή πιθ. < βους + στάσις.
Greek Monotonic
βούστᾰσις: -εως, ἡ, = προηγ., σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
βούστᾰσις: εως ἡ Aesch., Diog. L. = βούσταθμον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βούστασις -εως, ἡ βοῦς, στάσις koeienstal.