σμηματοθήκη

Revision as of 14:57, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ,= σμηματοδοκίς (box of unguents), Id.A s.v. ῥύμμα.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) κουτί για τοποθέτηση απορρυπαντικής αλοιφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σμῆμα, -ήματος + θήκη.