ές, = πυραμιδικός (pyramidal), Epicur. Nat. 14.5.
-ές, ΝΑαυτός που έχει το σχήμα πυραμίδας. επίρρ...πυραμιδοειδώς Νσαν πυραμίδα, με σχήμα πυραμίδας.[ΕΤΥΜΟΛ. < πυραμίς, -ίδος + -ειδής].