μειλικτικός

Revision as of 16:32, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ή, όν, = μειλικτήριος (able to soothe); Adv. μειλικτικῶς Sch. Ar. Pl. 233.

German (Pape)

[Seite 115] = Vorigem, adv., Schol. Ar. Plut. 233.

Greek (Liddell-Scott)

μειλικτικός: -ή, -όν, = τῷ προηγ., ἐπίρρ. -κῶς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 233.

Greek Monolingual

μειλικτικός, -ή, -όν (Α)
μειλικτός
ο μειλικτήριος.
επίρρ...
μειλικτικῶς (Α) με μειλικτήριο τρόπο.