μειλικτός
From LSJ
ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision
English (LSJ)
μειλικτή, μειλικτόν, only in Lyr.Alex.Adesp.35.8 (Mesom.(?)) μύθους μειλικτοὺς ἀνδρῶν ἔργοις, perhaps mingled (cf. ἀμείλικτον· ἄμικτον, Hsch.).
Greek (Liddell-Scott)
μειλικτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ πραΰνῃ· γνωστὸν ἐκ τῶν συνθέτων μετὰ τοῦ α- καὶ τοῦ δυσ-.
Greek Monolingual
μειλικτός, -ή, -όν (Α) μειλίσσω
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να καταπραΰνει ή να εξιλεώσει.