κατερειπόω
English (LSJ)
= κατερείπω (throw down, cast down, fall in ruins, fall down, fall prostrate, ruin, corrupt), in pf. part. Pass., DS. 32.14, Hld. 9.5, Porph. Plot. 12, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1397] = Folgdm; D. Sic. bei Phot. bibl. p. 383, 16; Heliod. 9, 5.
Greek (Liddell-Scott)
κατερειπόω: τῷ ἑπομ., ἑάλω ἡ πόλις καὶ κατηρειπώθη Διόδ. ἐν Φωτίου Βιβλιοθ. 625 Hoesch· τοῦ κατηρειπωμένου Ἡλιόδ. 9. 5.
Russian (Dvoretsky)
κατερειπόω: Diod. = κατερείπω.