αἱμορραγώδης

Revision as of 13:15, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ες, = αἱμορραγικός (liable to hemorrhage, hemorrhagic, haemorrhagic), σημεῖα symptoms of haemorrhage, Hp. Prorrh. 1.130, Ruf. Ren. Ves. 9.2.

Greek (Liddell-Scott)

αἱμορραγώδης: -ες, (εἶδος) = τῷ προηγ. σημεῖα αἱμ. = συμπτώματα αἱμορραγίας, Ἱππ. 78Η.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

αἱμορραγώδης -ες αἱμορραγία, -ειδης]
1. met bloedingen.
2. van een bloeding.