ἁρπαγιμαῖος

Revision as of 13:15, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

α, ον, = ἁρπάγιμος (ravished, stolen), Orph. H. 29.14, Phryn. PS p. 6B. ; σελήνη scarcely visible, at close of month, Sch. Arat. 735.

German (Pape)

[Seite 358] geraubt, Orph.; B. A. p. 5 ὅ δι' ἔρωτα ἢ δι' ἄλλην τινὰ πρόφασιν ἁρπασθεὶς καὶ ἁρπαγιμαῖα πράγματα τὰ εἰς ἁρπαγᾷν ἑτοῖμα καὶ τὰ ἁρπαζόμενα.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρπαγιμαῖος: -α, -ον, «ἁρπαγιμαῖος: τῶν χρησίμων ἐστὶ καὶ σπανίων ἡ φωνή· ὁ γὰρ δι’ ἔρωτα ἤ δι’ ἄλλην τινὰ πρόφασιν ἁρπασθεὶς οὗτος ἄν ἁρπαγιμαῖος καλοῖτο καὶ ἁρπαγιμαῖα πράγματα τὰ εἰς ἁρπαγήν ἕτοιμα καὶ ἁρπαζόμενα» Α. Β. 5, 25, Ὀρφ. Ὕμν. 28, 14.

Spanish (DGE)

(ἁρπᾰγῐμαῖος) -α, -ον
1 robado, arrebatado λέχη Orph.H.29.14, de una pers. por el amor, Phryn.PS 6
fig. de la luna antes de la luna nueva apenas visible Sch.Arat.735.
2 robable, codiciable ἁρπαγιμαῖα πράγματα τὰ εἰς ἁρπαγὴν ἕτοιμα Phryn.PS 6.