πολύψαμμος

Revision as of 13:15, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ον, = πολυψάμαθος (very sandy), ψάμαθος dub.l. in AP 7.214 (Arch., fort. πολυξάντους).

German (Pape)

[Seite 677] sehr sandig, Archi. 30 (VII, 214).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plein de sable.
Étymologie: πολύς, ψάμμος.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολυψάμαθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ψάμμος «άμμος» (πρβλ. υπό-ψαμμος)].

Russian (Dvoretsky)

πολύψαμμος: обильный песком, песчаный (χῶμα Aesch.; ψάμαθοι Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύψαμμος -ον [πολύς, ψάμμος] met veel zand, zanderig.