μέσφι

Revision as of 13:15, 28 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

= μέσφα (until, even till, while, meantime, till), as far as, up to, c. gen., Aret. SD 1.7, 10, 13, 2.5, 13 ; as Conj., μ. διαχωρέει Id. CA 2.4 ; μέσφι ἄν c. subj., Id. CD 2.13.

Greek (Liddell-Scott)

μέσφι: μέσφα, μετὰ γεν., Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 7· καὶ ὡς σύνδεσμ., ὁ αὐτ. ἐν Χρον. Νούσ. Θεραπευτ. 2. 13.

Greek Monolingual

μέσφι (Α)
(επικ. τ.) επίρρ. βλ. μέσφα.