Κυβεληγενής

Revision as of 10:34, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

v. Κυβέλη.

Greek Monolingual

Κυβεληγενής, -ές (Α)
(επίθ. της Κυβέλης) αυτή που γεννήθηκε στο όρος Κύβελο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Κύβελον + -γενής (< γένος), πρβλ. Λυκη-γενής, Πυλη-γενής. Το -η- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογία προς άλλα σύνθ. (πρβλ. γαιη-γενής)].