αναλογία
Greek Monolingual
η (Α ἀναλογία)
1. ορθή λογική σχέση
2. συμμετρική σχέση ανάμεσα σε δύο ποσά ή πράγματα που συγκρίνονται, αντιστοιχία, αρμονική σχέση, συμμετρία
3. η ομοιότητα από ορισμένη άποψη ανάμεσα σε δύο πράγματα, που ενδέχεται να διαφέρουν ουσιαστικά
4. Μαθ. η ισότητα δύο ή περισσότερων λόγων
5. Γλωσσ. το φαινόμενο του μετασχηματισμού λέξεων ή τύπων από επίδραση άλλων
νεοελλ.
1. το μερίδιο που αντιστοιχεί στον καθένα (για κληρονομιά, έξοδα κ.ά.)
2. συμμετρική σχέση τών μερών ενός πράγματος, συμμετρία
3. στον πληθ. οι αναλογίες
οι διαστάσεις ενός ανθρώπου, η σωματική του διάπλαση, η αρμονική ή όχι σχέση που υπάρχει στα διάφορα μέρη του σώματός του
4. φρ. «κατ' αναλογίαν», αναλογικά, σε αντιστοιχία, σε συμμετρική σχέση του ενός προς το άλλο ή προς τα υπόλοιπα
αρχ.
φρ. «κατ' ἀναλογίαν», σε αντίθεση προς το «κατὰ διαφοράν».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνάλογος.