ον, = ζαφελής.
ζάφελος, -ον (Α) ζαφελής, ορμητικός («πυρός ζαφέλοιο», Νίκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του επιζάφελος χωρίς την πρόθεση επί- και άγνωστης προελεύσεως. Οπωσδήποτε το ζα- είναι αιολική μορφή του δια-].